Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011

Εύα Χρυσοστομάκη: Ιστορίες από την κατοχή

Της μαθήτριας του Ε2 του 17ου Δημ. Σχ. Ηρακλείου, Εύας Χρυσοστομάκη
Ο παππούς Χριστόφορος θυμάται…
Μια μέρα πριν το τέλος της Μάχης της Κρήτης το Αρκαλοχώρι γνωρίζει για πρώτη φορά το φριχτό πρόσωπο του πολέμου. Στις 29 Μαΐου 1941 τα χαράματα φτάνουν τρία αεροπλάνα πετώντας πολύ χαμηλά στο χωριό. Αρχίζουν να ρίχνουν βόμβες, πυροβολώντας ταυτόχρονα ό,τι κινείται. Ο βομβαρδισμός κρατάει όλη μέρα. Οι κάτοικοι εγκαταλείπουν όπως – όπως τα σπίτια τους και βρίσκουν καταφύγιο στα γύρω χωράφια. Το βράδυ που επιστρέφουν αντικρίζουν την καταστροφή. Καπνοί παντού. Ερείπια παντού. Νεκροί και τραυματίες παντού.
Νεκροί από το βομβαρδισμό ο πατέρας του παππού μου, Χρυσοστομάκης Χρυσόστομος ετών 35, και τα δυο παιδιά του, Χρυσοστομάκη Αναστασία, 16 χρονών και Χρυσοστομάκης Εμμανουήλ, 9 χρονών, καθώς και ο θείος του Στέλιος Αλεξίου.
 Ήταν κάτοικοι Ηρακλείου και είχαν βρεθεί εκείνες τις μέρες στο Αρκαλοχώρι για να γλιτώσουν από τους βομβαρδισμούς της πόλης. Οι μόνοι που σώθηκαν από την οικογένεια, ήταν ο παππούς μου Χριστόφορος και ένας αδερφός του, που είχαν καταφύγει στο χωριό Άγιος Βλάσης.
Ο θάνατος του προπάππου μου Χρυσόστομου ήταν πραγματικά τραγικός και άδικος. Ενώ όλοι οι κάτοικοι είχαν καταφύγει στους γύρω ελαιώνες για να σωθούν από το βομβαρδισμό, που γνώριζαν ότι θα συνέβαινε εκείνη τη μέρα, εκείνος έστειλε τα δυο παιδιά του με κάποια γυναίκα στον ελαιώνα και έμεινε στο σπίτι με το γέρο τυφλό πεθερό του, Ναθαναήλ Αλεξίου και το γιο του Ναθαναήλ, Στέλιο Αλεξίου. Ήθελε να βοηθήσει τον κουνιάδο του Στέλιο να σώσει το γέρο πατέρα του, που δεν μπορούσε να μετακινηθεί.
Όταν άρχισε ο βομβαρδισμός τα παιδιά του Χρυσόστομου, αφού ξέφυγαν από τη γυναίκα που τα πρόσεχε, έτρεξαν στο σπίτι να βρουν τον πατέρα τους αλλά μία βόμβα, που έπεσε στην πλατεία τα έκανε κομμάτια… Μια άλλη βόμβα τραυμάτισε το Στέλιο Αλεξίου. Ο Χρυσόστομος έτρεξε να τον βοηθήσει, αλλά μία ακόμα βόμβα τους έριξε και τους δύο νεκρούς… Τραγική ειρωνεία σ’ όλα αυτά, είναι, ότι ο γέρος και τυφλός παππούς Ναθαναήλ μπήκε κάτω από το τραπέζι και τελικά σώθηκε!
Από τότε ο παππούς Χριστόφορος μισεί το Αρκαλοχώρι και δε θέλει να πηγαίνει εκεί, καθώς το μέρος του θυμίζει το θάνατο των αγαπημένων του προσώπων, του πατέρα του, των αδερφιών του και του αγαπημένου του θείου Στέλιου…
Ο παππούς Κυριάκος θυμάται…
Ο παππούς Κυριάκος γεννήθηκε στη Γένα το 1943. Δεν έζησε ο ίδιος την ιταλογερμανική κατοχή. Θυμάται όμως και αφηγείται ένα γεγονός, που ανέφερε συχνά ο δικός του πατέρας.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής κυκλώσανε ξαφνικά Γερμανοί στρατιώτες το χωριό. Είχαν πληροφορίες από ελληνική πηγή, ότι πολλοί κάτοικοι του χωριού είχαν στην κατοχή τους όπλα. Μάζεψαν λοιπόν στην πλατεία όλους, όσους ήταν στην προδοτική λίστα και τους ενημέρωσαν ότι θα τους σκότωναν εν ψυχρώ, αν δεν παρέδιδαν άμεσα τον κρυμμένο οπλισμό τους.
Ο πατέρας του παππού μου ήταν ανάμεσά τους. Το κρυμμένο σε μια γωνιά του κοτετσιού όπλο πήρε γρήγορα τη θέση του, ανάμεσα στα άλλα που κατέθεταν οι συγχωριανοί του στα πόδια των Γερμανών. Ένας μόνο από τους χωριανούς αρνούνταν σθεναρά την παράδοση, γιατί απλά ήταν θύμα φριχτής προδοσίας και δεν κατείχε στην πραγματικότητα όπλο.
Οι Γερμανοί δεν τον πίστεψαν. Άρχισαν μπροστά στα έντρομα μάτια όλων να τον χτυπούν βάναυσα. Είναι σίγουρο ότι θα τον σκότωναν, αν δεν επενέβαινε με κλάματα και παρακάλια η γυναίκα του. Ικέτευσε τους Γερμανούς να σταματήσουν τον άγριο ξυλοδαρμό και να περιμένουν για μία ώρα, ώσπου να τους φέρει εκείνη το όπλο. Πήγε με τα πόδια στο διπλανό χωριό, βρήκε, ο Θεός ξέρει πού και πώς, ένα όπλο και το παρέδωσε.
Έτσι κατάφερε να σώσει τον άνδρα της από βέβαιο θάνατο. Ο δύστυχος όμως, ήταν τόσο σοβαρά τραυματισμένος, που άργησε πολύ να ξανασταθεί στα πόδια του. Είχε όμως γλιτώσει τη ζωή του.
kritonperiferia.gr